ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ

Στη σελίδα αυτή δημοσιεύουμε ενδιαφέροντα άρθρα, σχόλια, απόψεις, βίντεο και φωτογραφίες από τον τύπο, το internet και άλλα ΜΜΕ, σχετικά με το αντικείμενο της επιτροπής. Τα κείμενα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις της επιτροπής, κρίθηκαν όμως ενδιαφέροντα για συζήτηση.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Τι ακριβώς συμβαίνει με την Ανώτατη Εκπαίδευση; - του ΚΜ

Του ΚΜ
Αναδημοσίευση από το Αριστερό Βήμα

Σε συνέντευξή του σήμερα [1] ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Νίκος Φίλης, επιβεβαίωσε τον ενταφιασμό του Ν/Σ Μπαλτά, που κατά τον αρμόδιο τομεάρχη της ΝΔ θα επανέφερε τη παιδεία στο …Μεσαίωνα(!). Και βεβαίως, η συντριπτική πλειοψηφία των σχολίων σχετικά με τη συνέντευξη Φίλη, όπως και σε παλιότερες περιπτώσεις, θα εστιάσει πάνω στην έμμεσα αναγγελλόμενη παραπέρα αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, την αύξηση των εβδομαδιαίων ωρών απασχόλησης των εκπαιδευτικών ή στην ακόμα εξωφρενικότερη καθιέρωση της άμισθης εργασίας των ανέργων εκπαιδευτικών προκειμένου αυτοί να μοριοδοτούνται σε μελλοντική αίτηση πρόσληψής τους. 

Όμως, υπάρχουν και άλλα καίρια σημεία που περνάνε απαρατήρητα. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να τραβήξει την προσοχή σε όσα αφορούν την Ανώτατη Εκπαίδευση.


Τα Πανεπιστήμια αυτή τη στιγμή βρίσκονται στα πρόθυρα διάλυσης λόγω της δραματικής περικοπής των κονδυλίων τόσο του τακτικού προϋπολογισμού όσο και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Οι περικοπές αυτές ξεκίνησαν το 2009 με αφορμή τα μνημόνια, αλλά από την πρώτη στιγμή σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να γονατίσουν την Ανώτατη Εκπαίδευση ξεπερνώντας κατά πολύ τη μείωση του ΑΕΠ της χώρας καθώς και τις περικοπές σε άλλα δημόσια αγαθά. Πριν δούμε το σχέδιο που εξυπηρετούν οι περικοπές αυτές, ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία από το ιστορικότερο Ελληνικό ΑΕΙ, το Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σύμφωνα με δύο πρόσφατες Ανακοινώσεις των Πρυτανικών Αρχών του (5/10 και 7/10/2015, [2]), ο τακτικός προϋπολογισμός έχει μειωθεί κατά 78% (!!!) από το 2009 ενώ αντίστοιχη είναι και η περικοπή στις πιστώσεις του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο 15% (!!!) του αντίστοιχου ποσού για το 2009. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, «οι απολύτως ανελαστικές δαπάνες (ΔΕΗ, φύλαξη, καθαριότητα, ενοίκια, τηλεπικοινωνίες, θέρμανση), παρά τη σημαντική μείωση και σε αυτή την κατηγορία δαπανών (~40%) που έγινε το διάστημα αυτό, περικόπτοντας μάλιστα πολλές υπαρκτές ανάγκες, ανέρχονται σήμερα σε περίπου 11 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος (δηλαδή ξεπερνούν από μόνες τους τη συνολική κρατική επιχορήγηση)»

Στο σχέδιο προϋπολογισμού που κατέθεσε η Κυβέρνηση στο Eurogroup, προβλέπεται η παραπέρα περικοπή της κρατικής επιχορήγησης στα ΑΕΙ κατά 20% επιπλέον φέτος. Όπως χαρακτηριστικά γράφει το ρεπορτάζ του «Βήματος» ( [3] ): «Στο ΕΜΠ μόνο, ο ετήσιος λογαριασμός της ΔΕΗ είναι 3.800.000 ευρώ, με την εφετινή ετήσια χρηματοδότηση του  για όλα τα λειτουργικά του έξοδα  στις 3.200.000 ευρώ…» ενώ ο Πρύτανης του ΟΠΑ, κ. Κ. Γάτσιος, σχολιάζει «Το 2016 θα χρωστάμε στους πάντες. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να λειτουργήσει ένα πανεπιστήμιο με ετήσιες αποδοχές ενός μέσου παίκτη μπάσκετ, ας έρθει να το κάνει ο ίδιος».

Οι δραματικές περικοπές στη χρηματοδότηση έχουν οδηγήσει τα Πανεπιστήμια στην παρακμή, παρά τις ηρωικές προσπάθειες του προσωπικού τους. Αποτέλεσμα της οικονομικής ασφυξίας είναι η γήρανση και ο αποδεκατισμός του Διδακτικού Προσωπικού, αφού οι συνεχώς αποχωρούντες δεν αντικαθίστανται, δηλαδή, ισοδύναμα, ο ερευνητικός και επιστημονικός μαρασμός. Έχουμε οδηγηθεί στο κλείσιμο εργαστηρίων ή/και στην αδυναμία λειτουργίας τους λόγω έλλειψης προσωπικού και υλικών, στην απάλειψη διδασκομένων μαθημάτων, στη μη ενημέρωση των βιβλιοθηκών, στην κατάργηση της πρόσβασης σε επιστημονικά περιοδικά. Τέλος, είναι γενικά γνωστά και τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα πανεπιστήμια στη φύλαξη, ασφάλεια, συντήρηση και καθαριότητα των εγκαταστάσεων (υπάρχουν τμήματα που οι εγκαταστάσεις τους λεηλατούνται περιοδικά και αρκετές φορές ετησίως).

Η απόφαση να περιέλθουν τα πανεπιστήμια σε κατάσταση διάλυσης αποτελεί πολιτική απόφαση που έχουν πάρει εν ψυχρώ τόσο οι παλαιότερες όσο και η σημερινή Κυβέρνηση. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά είναι ακριβώς έτσι: όλα γίνονται βάσει σχεδίου. Ο στόχος είναι να εξαναγκαστούν τα πανεπιστήμια να αποδεχτούν τη λειτουργία τους σύμφωνα με τους νόμους της Αγοράς προκειμένου να επιβιώσουν, να βάλουν δίδακτρα και να αποδεχτούν η κατανομή των πόρων ανά Τμήμα να γίνεται με κριτήρια ανταποδοτικά. Έτσι, με τελευταία απόφασή τους οι Πρυτανικές Αρχές του ΕΚΠΑ καθορίζουν τέτοια κριτήρια για την κατανομή των χρημάτων που συγκεντρώνει ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας του ιδρύματος, ο οποίος είναι ΝΠΙΔ και συγκεντρώνει χρήματα από προγράμματα, συνεισφορές (όταν δίδονται, αν και υποτίθεται ότι είναι υποχρεωτικές) μελών ΔΕΠ που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, κ.λπ. Στα χρήματα του ΕΛΚΕ προσβλέπουν όλα τα Τμήματα για τις λειτουργικές τους δαπάνες, αφού, όπως είδαμε, από το κράτος πλέον δεν περιμένουν τίποτα. 

Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση των Πρυτανικών Αρχών του ΕΚΠΑ, «ο τακτικός προϋπολογισμός του Πανεπιστημίου μπορεί να καλύψει πλέον ένα εξαιρετικά μικρό μέρος της αναγκαίας συνολικής χρηματοδότησης για την εκπαίδευση και την έρευνα, ύψους κάτω των 500 χιλιάδων ευρώ, και προβλέπεται να καλύψει ελάχιστα από τα βασικά λειτουργικά έξοδα για την εκπαίδευση (χαρτί, μικρό αριθμό υπολογιστών, μικρό μέρος αντιδραστηρίων, μικροέξοδα κ.λπ.). Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να λειτουργεί το Πανεπιστήμιο στην παρούσα χρονική περίοδο, προσφέροντας καλής ποιότητας υπηρεσίες, είναι να δημιουργηθούν ετήσια έργα στον ΕΛΚΕ που να χρηματοδοτούν την εκπαίδευση και την έρευνα καθώς και την εν γένει λειτουργία του Πανεπιστημίου, συμμετέχοντας σε αυτή με ανταπόδοση των δαπανών του Πανεπιστημίου που υποστηρίζουν τις δραστηριότητές του». Με άλλα λόγια, όσα πριν κάλυπτε το κράτος, τώρα θα καλύπτει ο ΕΛΚΕ από τα χρήματα που εισπράττει, τα οποία θα δίνει στα τμήματα ανάλογα με τα ποσά που τα «τμήματα» συνεισφέρουν στον ΕΛΚΕ. 

Συγκεκριμένα: στο εξής η συμμετοχή στα λειτουργικά έξοδα του Πανεπιστημίου, η υποστήριξη των Βιβλιοθηκών, Ερευνητικών χώρων και Μουσείων, η μέριμνα για την υγεία στους χώρους εκπαίδευσης, αλλά κυρίως η ανάπτυξη της έρευνας και της εκπαίδευσης στα Τμήματα θα χρηματοδοτούνται με τρεις τρόπους: (α) Χρηματοδότηση ανάλογα με τη συμμετοχή του Τμήματος στα έσοδα του ΕΛΚΕ, (β) Χρηματοδότηση ανάλογα με τον αριθμό των μελών ΔΕΠ, των ενεργών προπτυχιακών φοιτητών & το συντελεστή κόστους σπουδών του Τμήματος και (γ) από το 25% των διδάκτρων των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων του Τμήματος.

Με δυο λόγια, στο εξής Τμήματα που ασχολούνται με βασική έρευνα και ως εκ τούτου δεν φέρνουν χρήματα σε ερευνητικά προγράμματα ή Τμήματα που δεν έχουν ελεύθερους επαγγελματίες, θα υποχρηματοδοτούνται. Το αυτό θα συμβαίνει με τμήματα που επιλέγουν να μη χρεώνουν δίδακτρα για τα μεταπτυχιακά τους. Τα συμπεράσματα είναι εύλογα. 

Η ιδέα των οπαδών της διάλυσης του Δημόσιου Πανεπιστήμιου είναι απλούστατη και μεγαλοφυής: Κόψτε τους τα λεφτά κι ας πάνε να βρουν λεφτά μόνοι τους. Τότε υποχρεωτικά θα λειτουργήσουν τα πανεπιστήμια με αγοραίους όρους. Έτσι εξηγούνται τα μεταπτυχιακά προγράμματα που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια προκειμένου να μαζέψουν δίδακτρα από τους φοιτητές, η υποβάθμιση της έρευνας και ο ανταγωνισμός των πανεπιστημίων με μικρές εταιρείες (π.χ. μηχανικών, κ.λπ.) σε κοινότυπα θέματα που καμία σχέση δεν έχουν με πανεπιστημιακή έρευνα, ο εξαναγκασμός των μεταπτυχιακών φοιτητών σε απλήρωτη εργασία (δημιουργεί καλούς ανταγωνιστικούς όρους στην αγορά όταν δεν πληρώνεις το εργατικό σου δυναμικό), η μαύρη εργασία των συμβασιούχων που παίρνει μορφή επιδημίας στα ΑΕΙ, η εισαγωγή του θεσμού των «πανεπιστημιακών υποτρόφων», που είναι διδάσκοντες με μπλοκάκι πάνω σε αντικείμενα που επιλέγουν «χορηγοί». Έτσι επίσης δημιουργούνται οι μηχανισμοί υποβάθμισης της βασικής έρευνας, που υποτίθεται ότι σε αυτήν ακριβώς «εκ κατασκευής» έδιναν έμφαση τα πανεπιστήμια εδώ και αιώνες.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Είναι η Λιτότητα ο Μόνος Δρόμος Ανάκαμψης για την Ελλάδα; Μαθήματα από την Ισλανδία, του Ι. Θεοδοσίου

Του Ιωάννη Θεοδοσίου
Καθηγητή Οικονομικών, Πανεπιστήμιο του Αμπερντήν
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Αναδημοσίευση της μετάφρασης του άρθρου από το 

1. Εισαγωγικά
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ προχώρησαν στην επιβολή ενός τρίτου γύρου βαριάς λιτότητας στο ελληνικό κράτος με την πλήρη συνεργασία της πλειονότητας του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου. Η καταστροφική λιτότητα έχει ήδη προκαλέσει μείωση του ελληνικού ΑΕΠ σε ποσοστό άνω του 25% μέσα σε 5 χρόνια, όταν το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης μειώθηκε κατά 20% και του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 11%. Οι βλαβερές συνέπειες για τον ελληνικό πληθυσμό είναι πρωτοφανείς, καθώς η ανεργία έχει φτάσει στο 28% και η ανεργία των νέων στο 70%, όσοι κατατάσσονται ως φτωχοί ή ότι κινδυνεύουν να βρεθούν σ’ αυτή την κατηγορία αντιστοιχούν στο 56% των Ελλήνων, ενώ το 46% των συνταξιούχων βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και το ποσοστό της παιδικής φτώχειας ανέρχεται στο 41%. Οι εγκληματικές πράξεις και οι αυτοκτονίες έχουν πολλαπλασιαστεί, η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε απότομα και η διάδοση των ασθενειών έχει προκαλέσει χάος στο ελλιπώς χρηματοδοτούμενο και άκρως υποβαθμισμένο σύστημα υγείας. Έτσι, η μόνη εναπομένουσα πηγή πλούτου στην Ελλάδα, οι πολίτες της, υπονομεύεται σοβαρά. Τα πέντε τεράστια κακά που αναγνώρισε το 1942 ο σερ Ουίλιαμ Μπέβεριτζ, η ανάγκη, η ασθένεια, η άγνοια, η εξαθλίωση και η αδράνεια, έχουν πλέον ριζώσει βαθιά στην ελληνική κοινωνία του 2015. Αυτός ο πόλεμος εναντίον των φτωχών, όπου οι πιο ευπαθείς και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες υποφέρουν προς όφελος της χρηματοπιστωτικής και πολιτικής ελίτ, ονομάζεται, με βάση την οργουελιανή παράδοση, «υγιής οικονομική πολιτική”, η οποία συνιστά τον μόνο δρόμο προς την οικονομική ανάκαμψη, αποκαλούμενη ΤΙΝΑ «ThereIsNoAlternative» (Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση).
Ωστόσο, η θεαματική οικονομική ανάκαμψη της Ισλανδίας ύστερα από τη διάρρηξη της δικής της χρηματοπιστωτικής φούσκας, το 2008, δείχνει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Αυτή η εναλλακτική λύση απαιτεί συντονισμένες κυβερνητικές ενέργειες για να αναστραφούν οι καταστροφικές επιπτώσεις της λιτότητας και να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να υπάρξει μέριμνα για τις πιο ευάλωτες και ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας. Απαιτεί πολιτικές μείωσης της ανεργίας και της ανισότητας και προώθησης της οικονομικής μεγέθυνσης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ένας δρόμος για την πρόοδο της χώρας προς μια πιο ευημερούσα και πολιτισμένη κοινωνία. Είναι, λοιπόν, διαφωτιστικό το να παρακολουθήσουμε την ισλανδική εμπειρία: τη μετεωρική, αλλά εύθραυστη άνοδο της ισλανδικής οικονομίας με την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τη θεαματική και ταχύτατη πτώση της και, στη συνέχεια, την εξίσου ταχεία ανάκαμψή της, όταν οι πολιτικοί ηγέτες της Ισλανδίας έθεσαν ως προτεραιότητα τη δημοκρατία και ο λαός ψήφισε υπέρ της διαφύλαξης της κοινωνίας του αντί να ακολουθήσει το δρόμο που συνιστούσαν το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το δρόμο της ακραίας λιτότητας.


2. Η Ισλανδική Άνοδος
Όπως η Ελλάδα, η Ισλανδία, στο τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν μία από τις πιο φτωχές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1980 είχε επιτύχει επίπεδο και κατανομή εισοδήματος ίσα με το μέσο όρο των σκανδιναβικών χωρών (WadeandSigurgeirsdottir, 2010). Εντούτοις, καθώς η οικονομική μεγέθυνση επιβραδυνόταν στη διάρκεια της εν λόγω δεκαετίας, διαδοχικές κυβερνήσεις άρχισαν να εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερη πολιτική σε ευθυγράμμιση με την κυρίαρχη οικονομική σκέψη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε πολύ πιο φανατικά μετά το 1994, όταν η Ισλανδία εντάχθηκε στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), με αποτέλεσμα να μετασχηματιστεί η ισλανδική οικονομία από μια οικονομία που βασιζόταν στην αλιεία και στον τουρισμό σε φορολογικό παράδεισο της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ. Ο ιδιωτικοποιημένος και απορυθμισμένος χρηματοπιστωτικός τομέας κυριάρχησε στην οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, οι νόμοι που επέτρεπαν τη συγχώνευση της εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής, κατά μίμηση της κατάργησης του Νόμου Γκλας-Στίγκαλ στις ΗΠΑ, διευκόλυναν τις τράπεζες να δανείζουν και να επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου και υψηλών αποδόσεων. Με αυτή την εισροή ρευστού, η ισλανδική οικονομία εκτοξεύτηκε: από το 2003 έως το 2007 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν της τάξης του 5,5% και το ποσοστό της ανεργίας έπεσε σε επίπεδα μόλις πάνω από το 2%, το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Το 2007, η Ισλανδία ήταν η 5η πλουσιότερη χώρα του κόσμου με το κατά κεφαλήν εισόδημα, το οποίο ήταν κατά 60% περισσότερο από αυτό των ΗΠΑ, να αντανακλά το ρυθμό μεγέθυνσης του ισλανδικού τραπεζικού συστήματος: στο τέλος του 2007, τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν στα χέρια τους οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες, τα οποία το 2003 ισοδυναμούσαν με λιγότερο από το διπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας, ήταν πλέον οκταπλάσια του ΑΕΠ, ενώ το 2008 ήταν σχεδόν δεκαπλάσια του ΑΕΠ (WadeandSigurgeirsdottir, 2012). Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι τράπεζες, προκειμένου να επεκταθούν, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο ξένο χρήμα και στις ξένες καταθέσεις, πουλώντας ομόλογα στην ευρωπαϊκή αγορά, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ολλανδία, με έμμεσες εγγυήσεις μέσω δανεισμού τους από ευρωπαϊκά ιδρύματα. Στα τέλη του 2004, η Ισλανδία ήταν η πιο χρεωμένη χώρα του κόσμου βάσει του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους ως προς το ΑΕΠ (Olafsson, 2011). Δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ισλανδίας, οι Islandsbanki και Kaupthing, εγκατέστησαν επιχειρήσεις λιανικής τραπεζικής σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και μια τρίτη, η Landsbanki, εγκαινίασε τραπεζική υπηρεσία μέσω διαδικτύου, την «Icesave”, στο Ηνωμένο Βασίλειο , το 2006, και στην Ολλανδία, το 2008. Αυτό έδωσε στις τράπεζες τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στις ξένες καταθέσεις. Πάνω από 300.000 Βρετανοί και πολλά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, της Μητροπολιτικής Αστυνομίας και της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Ηνωμένου Βασιλείου, μιας ανεξάρτητης επιτροπής οικονομικής εποπτείας, κατέθεσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε λογαριασμούς της Icesave. Στην Ολλανδία, πάνω από 125.000 άνθρωποι κατέθεσαν τα χρήματά τους στην Icesave. Το 2008, Ευρωπαίοι επενδυτές διατηρούσαν σχεδόν 10,5 δισ. δολάρια σε λογαριασμούς της Icesave , πάνω από το ήμισυ του ισλανδικού ΑΕΠ (WadeandSigurgeirsdottir, 2012).
Η εύκολη διαθεσιμότητα πίστωσης μαζί με την αύξηση της τιμής των μετοχών προκάλεσαν μια φούσκα στην αγορά στέγης, καθώς οι τιμές των σπιτιών αυξάνονταν ετησίως κατά 16,6%, κατά μέσο όρο, από το 2003 έως το 2007. Η αύξηση του πλούτου που συνδεόταν με τη στέγη έδωσε το έναυσμα για περαιτέρω δανεισμό και δαπάνες και συνέβαλε στην περαιτέρω οικονομική μεγέθυνση. Σε μια χώρα με περιορισμένη παραγωγή, όλα τα παραπάνω προκάλεσαν ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αυξήθηκε από 5% του ΑΕΠ, το 2003, σε 20%, το 2006.
Ωστόσο, παρά την εύθραυστη χρηματοπιστωτική κατάσταση αυτής της οικονομικής ανόδου, όλο το νεοφιλελεύθερο ιερατείο επαινούσε τη μετεωρική οικονομική άνοδο της Ισλανδίας ως μια μαρτυρία της εγκυρότητας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών: «η μεγαλύτερη ιστορία επιτυχίας στον κόσμο» (TheWallStreetJournal, 2004).
3. Η Ισλανδική Πτώση