Σταύρος Δ. Μαυρουδέας
Αθήνα, Αύγουστος 2014
1. Πρόλογος
Πρόσφατα η Αργεντινή ξανάρθε στο
προσκήνιο των ελληνικών πολιτικών αντιπαραθέσεων με αφορμή την λογιστική (και
όχι πραγματική) στάση πληρωμών της λόγω της απόφασης του αμερικανικού δικαστηρίου
του υπέργηρου και υπερσυντηρητικού T.Griesa που δικαίωσε τα λεγόμενα
κερδοσκοπικά ταμεία – όρνεα (vulture funds) που αγόρασαν – αντί πινακίου φακής
– τα ομόλογα της ελάχιστης μειοψηφίας των δανειστών που δεν συμμετείχαν στην
αναδιάρθρωση του αργεντινού χρέους και επιδιώκουν την πληρωμή τους στο ακέραιο
(επιτυγχάνοντας κέρδη της τάξης του 1600%). Η στάση αυτή πληρωμών είναι
λογιστική και τεχνική και όχι πραγματική γιατί η Αργεντινή εξυπηρετεί το
αναδιαρθρωμένο χρέος της (που περικόφτηκε κατά περίπου 70%) προς την τεράστια
πλειοψηφία των ξένων δανειστών της. Απλά το αμερικάνικο δικαστικό σύστημα – που
παρεμπιπτόντως για τα εγχώρια δυτικά παπαγαλάκια, που φληναφούν περί
αποκομματικοποίησης και αποπολιτικοποίησης, είναι εξόφθαλμα κομματικοποιημένο –
απαγορεύει την εξυπηρέτηση του καθώς αυτή γίνεται μέσω αμερικανικής τράπεζας.
Τα εγχώρια συστημικά παπαγαλάκια των
ΜΜΕ της διαπλοκής και της εξωνημένης συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ όρμησαν
κυριολεκτικά σαν όρνεα να πείσουν ότι αυτά παθαίνει όποιος τολμά να συγκρουστεί
με τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα. Όλος αυτός ο συρφετός των σύγχρονων νενέκων
– παραποιώντας κατάφορα την πραγματικότητα και διαστρέφοντας χυδαία τα
οικονομικά δεδομένα – προσπαθούν να πείσουν ότι κάθε αντίσταση είναι
καταστροφική και μόνο η υποταγή και ο σφουγγοκωλαρισμός απέναντι στα εγχώρια
και ξένα καπιταλιστικά συμφέροντα, στον οποίο οι ίδιοι ασμένως επιδίδονται,
είναι ο μόνος λογικός δρόμος. Κάθε τι άλλο είναι αποκοτιά.
Από την άλλη όμως η μεγάλη
πλειοψηφία της ελληνικής Αριστεράς αλλά και διάφοροι προβεβλημένοι
ριζοσπαστικοί σχολιαστές είτε πρόβαλλαν μία υπεράσπιση της Αργεντινής που είναι
εικονική (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) είτε έκαναν τους Πόντιους Πιλάτους (π.χ. ΚΚΕ) είτε
καλλιεργούν διάφορες παραπλανητικές απόψεις (π.χ. συγκάλυψη του ρόλου του
αμερικανικού ιμπεριαλισμού και κριτική στην υποτιθέμενη «σοσιαλμανία» του
Κιρχνερισμού ή άκριτη υποστήριξη και θαυμασμός στον Κιρχνερισμό του «σοβαρού
καπιταλισμού»). Σε καμία περίπτωση δεν αφομοίωσαν τα πολύτιμα μαθήματα που
δίνει η περίπτωση της Αργεντινής για την ελληνική Αριστερά και το λαϊκό κίνημα.
Ιδιαίτερα δεν κατανοούν – και μάλλον δεν δίνουν δεκάρα για να το κάνουν – την
αποτυχία της αργεντίνικης Αριστεράς να ηγεμονεύσει πάνω στη ρωγμή της κρίσης το
2001 και το σύρσιμο του λαϊκού κινήματος πίσω από την νεο-περονιστική εκδοχή
του Κιρχνερισμού. Μόνο η μοναχική φωνή της Πρωτοβουλίας για την Αριστερή
Μετωπική Συμπόρευση (http://aristerisymporefsi.gr)
έθεσε το πρόβλημα στη σωστή του διάσταση.
Το κείμενο αυτό αποσκοπεί να συμβάλλει
σε μία σοβαρή και νηφάλια συζήτηση που πρέπει να γίνει μέσα στη ελληνική
Αριστερά και στο εργατικό κίνημα για την Αργεντινή και τα χρήσιμα συμπεράσματα
που πρέπει να εξαχθούν από αυτή. Ιδιαίτερα αποσκοπεί να τονίσει την επιτακτική
ανάγκη της μετωπικής συμπόρευσης όλων των ζωντανών δυνάμεων της Αριστεράς και
της εργασίας με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το σύστημα που θα λύνει τα άμεσα προβλήματα
επιβίωσης της μεγάλης εργαζόμενης πλειονότητας και ταυτόχρονα θα ανοίγει τον
δρόμο για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στην κατεύθυνση της
«δημοκρατίας της δικαιοσύνης και της εργασίας».
Το κείμενο απαρτίζεται από τα
ακόλουθα τμήματα. Το επόμενο τμήμα παρουσιάζει συνοπτικά την ιστορική διαδρομή
του αργεντίνικου καπιταλισμού και την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.
Το τρίτο τμήμα αναλύει την επανασταθεροποίηση του συστήματος και το πολιτικό
και οικονομικό σχέδιο του Κιρχνερισμού. Το τελευταίο τμήμα προτείνει τα
συμπεράσματα που πρέπει να εξάγει το ελληνικό λαϊκό κίνημα και η Αριστερά από
την περίπτωση της Αργεντινής.
2.
Η ιστορική διαδρομή του αργεντίνικου καπιταλισμού και
η κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου

Από την άλλη βέβαια η Αργεντινή
είναι μία πολύ πιο πλούσια σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους χώρα σε σχέση με την
Ελλάδα. Έχει ένα πολύ πιο ισχυρό μεταποιητικό τομέα (που από το 2012 είναι ο
μεγαλύτερος της οικονομίας, σε αντίθεση με την ελληνική οικονομία που
ηγεμονεύεται από τις υπηρεσίες) και ο οποίος βέβαια συνδέεται στενά με τον
πρωτογενή τομέα (καθώς ο μεγάλος όγκος της παραγωγής του είναι μεταποιημένα
αγροτο-κτηνοτροφικά προϊόντα). Όμως έχει και ένα ισχυρό τμήμα βαριάς
βιομηχανίας (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία, που ενισχύθηκε ιδιαίτερα, στα πρώτα
βήματα του, από στρατιωτικές βιομηχανίες (βλέπε Μαυρουδέας (1996)).
Η κρίση του 1930 εξώθησε την
Αργεντινή στην υιοθέτηση πολιτικών εκβιομηχάνισης καθώς η κατάρρευση της παγκ.
οικονομίας δημιούργησε την ανάγκη αλλά έδωσε και την ευκαιρία ανάπτυξης της
εγχώριας βιομηχανίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν προϋπήρχαν σημαντικές
εγχώριες μεταποιητικές δραστηριότητες (βλέπε Μαυρουδέας (1996)). Αντίθετα, ήδη
από την αρχή του 20ου αιώνα περίπου το 20% του εργατικού δυναμικού εργαζόταν
στην μεταποίηση, στην οποία αναλογούσε το 10 με 15% του συνολικού Ακαθάριστου
Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Η Αργεντινή είχε ήδη από εκείνη την περίοδο φθάσει
ένα βαθμό εκβιομηχάνισης που η μεσαία αναπτυσσόμενη χώρα δεν έφθασε παρά μόνον
μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο.
Ο πρώτος τύπος πολιτικών
εκβιομηχάνισης, που εφαρμόσθηκαν στην περίοδο 1930-50, ήταν η Υποκαθιστούσα
Εισαγωγές Εκβιομηχάνιση (Import Substituting Industrialisation – ISI). Η
πολιτική της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Εκβιομηχάνισης επιδιώκει μία συστηματική
και σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση με δύο βασικούς πυλώνες: (1) την μεταφορά πόρων
από τον παραδοσιακό (αγροτικό) τομέα στο σύγχρονο (βιομηχανικό) τομέα και (2)
την προστασία της εγχώριας οικονομίας (μέσω δασμών κλπ.) από τον ξένο
ανταγωνισμό. Ο τύπος αυτός πολιτικής ανήκει στο αναπτυξιακό υπόδειγμα
(developmentalism ή ισπανικά desarrollismo) που δίνει έμφαση στο ρόλο της
ανάπτυξης, σε αντίθεση με πιο συντηρητικές σταθεροποιητικές πολιτικές, και
θεωρεί ότι αυτή θα προέλθει από την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας που πρέπει
να προστατευθεί από τον ξένο ανταγωνισμό. Στην εκδοχή της Υποκαθιστούσας
Εισαγωγές Εκβιομηχάνισης δεν είχε πάρει τον συγκροτημένο χαρακτήρα που απέκτησε
το υπόδειγμα αυτό με τον Λατινοαμερικάνικο Δομισμό αργότερα. Στην πρώτη
δεκαετία του το υπόδειγμα αυτό βασίσθηκε στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης
ιδιαίτερα μέσω της αύξησης του μεριδίου των μισθών (ιδιαίτερα στη βιομηχανία).
Στη δεύτερη δεκαετία βασίσθηκε στις δημόσιες δαπάνες. Η πολιτική αυτή,
ιδιαίτερα στη δεύτερη φάση της βασίσθηκε σε δημόσια ελλείμματα που
χρηματοδοτούνταν μέσω του πληθωρισμού (και έτσι αποφευγόταν η αύξηση της
φορολογίας). Στην περίοδο της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Εκβιομηχάνισης
συγκροτείται και εδραιώνεται ο Περονισμός καθώς η ανοδική πορεία της
αργεντίνικης οικονομίας σε συνδυασμό με την μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του
παγκ. καπιταλισμού έδωσε την δυνατότητα ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος
μέσω των μισθολογικών αυξήσεων και της αύξησης της απασχόλησης αλλά και μέσω
της θεσμικής ενσωμάτωσης του στο κράτος. Ο Περονισμός (με τον αυταρχικό
λαϊκισμό του) αλλά και σχεδόν όλες οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της περιόδου
προώθησαν μία σχετική αναδιανομή του εισοδήματος, κυρίως προς την πλευρά της
βιομηχανικής εργατικής τάξης (καλυπτόμενη όμως, κατά βάση, από την αύξηση τόσο
του ποσοστού όσο και της μάζας της υπεραξίας). Επομένως, οι ελλειμματικοί
προϋπολογισμοί και η αναδιανομή του εισοδήματος ήταν βασικά χαρακτηριστικά
αυτού του μοντέλου. Όμως, τα ελλείμματα και ο πληθωρισμός είναι μία απαίτηση σε
μέλλουσα παραγωγή. Όσο ο ρυθμός ανάπτυξης την καλύπτει εγκαίρως – δεδομένων των
χρονικών υστερήσεων στην εκπλήρωση της απαίτησης – δεν παρουσιάζονται
προβλήματα. Όταν όμως τόσο η παραγωγική δομή (δηλαδή η συγκεκριμένη μορφή υπό
την οποία η εργασία υπάγεται στο κεφάλαιο) όσο και η μορφή του συνολικού
κυκλώματος του κεφαλαίου (και ιδιαίτερα η συγκεκριμένη μορφή των σχέσεων μεταξύ
των βασικών μερίδων του κεφαλαίου) εξαντλήσουν τα όρια τους, τότε η επίτευξη
του αναγκαίου ποσοστού κερδοφορίας αποτυγχάνει και προβλήματα αξιοποίησης
εμφανίζονται σχεδόν μονίμως. Αυτά παίρνουν την μορφή προβλημάτων του ισοζυγίου
πληρωμών (εκφράζοντας μία μειωμένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση με ξένους
ανταγωνιστές) και έναν επιταχυνόμενο πληθωρισμό (καθώς οι κυβερνήσεις
προσφεύγουν στις συνταγές παλιών επιτυχιών). Δεδομένης της επιβράδυνσης της
μεγέθυνσης και του υψηλότερου πληθωρισμού, η αναδιανομή του εισοδήματος έγινε
δύσκολη. Ως συνεπακόλουθο, οι προηγουμένως υπολανθάνοντες ταξικοί ανταγωνισμοί
επανήλθαν στο προσκήνιο. Έτσι από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η «χρυσή
εποχή» της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης είχε τελειώσει και η
αργεντίνικη οικονομία ήταν σε αναβρασμό.
Δύο οικονομικά ρεύματα συγκρούστηκαν
για το ποιο θα είναι το διάδοχο υπόδειγμα οικονομικής πολιτικής και ιδιαίτερα
για το πώς θα αντιμετωπισθεί το πρόβλημα του πληθωρισμού: η σχολή του
Λατινοαμερικανικού Δομισμού (Latin American Structuralism) και ο Μονεταρισμός
(δηλαδή ο πρώιμος πρόγονος των σημερινών νεοφιλελεύθερων πολιτικών). Υπήρξε μία
περίοδος διαδοχικής εφαρμογής και των δύο αυτών στρατηγικών: στα 1959-62
εφαρμόζεται το πρώτο Μονεταριστικό πείραμα, ακολουθούμενο από ένα μακρύ
Δομιστικό πείραμα (που εφαρμόσθηκε τόσο κατά την περίοδο διακυβέρνησης των
Ριζοσπαστών στα 1963-66 αλλά και κατά την Περονιστική κυβέρνηση του 1973-76).
Και τα δύο εμφάνισαν προβλήματα. Συνεπώς, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του
1976 εμφανίσθηκε ένας νέος υποψήφιος οικονομικής πολιτικής: η Νομισματική
Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών ή Παγκόσμιος Μονεταρισμός ή Μονεταρισμός της
Ανοικτής Οικονομίας (δηλαδή οι σύγχρονες νεοφιλελεύθερες πολιτικές). Το μοντέλο
αυτό κυριάρχησε στην Αργεντινή από το 1976 μέχρι το 2001 και φυσικά οδήγησε
στην κρίση και την χρεωκοπία του 2001.